Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εθνικός ύμνος

См. также в других словарях:

  • ύμνος — Ποιητικομουσική σύνθεση, της οποίας κεντρικό στοιχείο είναι –από αρχαιοτάτων χρόνων– η εξύμνηση, ακόμα και τελετουργική, των θεοτήτων, των ηρώων, των δυνάμεων της φύσης. Στην έννοια αυτή περιλαβαίνονται οι μαγικοί ύ. των πρωτόγονων λαών, οι… …   Dictionary of Greek

  • εθνικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στο έθνος: Εθνικός ύμνος. 2. που έχει εθνικά φρονήματα, πατριωτικός: Εθνική Αντίσταση. 3. το ουδ. πληθ. ως ουσ., εθνικά, τα (γραμμ.), τα παράγωγα ονόματα που δηλώνουν τον κάτοικο χώρας ή πόλης ή αυτόν που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μασσαλιώτιδα — (Marseillaise). Ο εθνικός ύμνος της Γαλλίας. Οι στίχοι και η μουσική του γράφτηκαν το 1792 στο Στρασβούργο από τον Kλοντ Ζοζέφ Ρουζέ ντε Λιλ (Claude Joseph Rouget de Lisle, 1760 1836) και αρχικά τιτλοφορήθηκε Πολεμικό τραγούδι της στρατιάς του… …   Dictionary of Greek

  • Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… …   Dictionary of Greek

  • Μάντζαρος, Νικόλαος — (Κέρκυρα 1795 – 1872). Συνθέτης και μουσικοδιδάσκαλος. Ήταν γιος ενός πλούσιου γαιοκτήμονα με το επώνυμο Χαλικιόπουλος (το Μ. προστέθηκε αργότερα). Σπούδασε μουσική, αρχικά στην Κέρκυρα και στη συνέχεια στο περίφημο ωδείο San Pietro a Majella στη …   Dictionary of Greek

  • Μασσαλιώτης — ο, θηλ. Μασσαλιώτισσα και Μασσαλιώτιδα (Α Μασσαλιώτης και Μασσαλιήτης, θηλ. Μασσαλιῶτις) [Μασσαλία] ο κάτοικος τής Μασσαλίας ή αυτός που κατάγεται από τη Μασσαλία νεοελλ. (το θηλ. ως προσηγορικό) η μασσαλιώτιδα ο εθνικός ύμνος τών Γάλλων αρχ. ως… …   Dictionary of Greek

  • Βόροσμαρτι, Μίχαλι — (Mihaly Vorosmarty, Πουζτανιέκ 1800 – Πέστη 1855). Ούγγρος ποιητής. Σπούδασε νομικά και εργάστηκε επί οκτώ χρόνια ως παιδαγωγός, συνεχίζοντας ταυτόχρονα τις σπουδές του και τη μελέτη των κλασικών. Το 1825 δημοσίευσε το πρώτο έμμετρο επικό δράμα… …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • Έβαλντ, Γιοχάνες — (Johannes Ewald, Κοπεγχάγη 1743 – 1781). Δανός ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Μετά τις θεολογικές σπουδές του και ύστερα από μία πρώτη περίοδο μαθητείας στη λογοτεχνία, οπότε στράφηκε στον γαλλικό κλασικισμό, ο Έ. γνωρίστηκε με την παροικία… …   Dictionary of Greek

  • Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον …   Dictionary of Greek

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»